Ο προστάτης είναι ένας αδένας σε σχήμα κάστανου, βάρους 10-20 γραμμαρίων, που βρίσκεται κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει την ουρήθρα, δια μέσου της οποίας αποβάλλονται τα ούρα. Ο προστάτης παράγει περίπου το 30% του σπερματικού υγρού, μέσα στο οποίο «κολυμπούν» τα σπερματοζωάρια. Από τα 30-40 έτη ξεκινάει στον οργανισμό μια φυσιολογική διαδικασία αύξησης του μεγέθους του, γνωστή ως καλοήθης υπερπλασία του προστάτη.
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη, το λέει και η λέξη, δεν είναι καρκίνος. Μπορεί να αυξάνεται το μέγεθος του αδένα, αλλά δεν πρόκειται για καρκινογένεση. Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη προκαλεί, συνήθως, διαταραχές στην ούρηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα συμπτώματα σε έναν άνδρα με καλοήθη υπερπλασία του προστάτη δεν είναι ανάλογα πάντα με το μέγεθος του αδένα, αφού έχει σημαντικό ρόλο και η σύστασή του. Υπάρχουν, λοιπόν, άνδρες με τεράστιο προστάτη που έχουν ήπια συμπτωματολογία, ενώ άλλοι με πολύ μικρότερο προστάτη παραπονούνται για έντονα συμπτώματα.
Ο ασθενής που πάσχει από καλοήθη υπερπλασία του προστάτη μπορεί να εμφανίσει ένα ή και περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
- Συχνουρία (ανάγκη για συχνές ουρήσεις)
- Νυκτουρία (έγερση κατά τη διάρκεια της νύχτας για ούρηση)
- Αίσθημα ατελούς κένωσης της ουροδόχου κύστης
- Αδύναμη ροή των ούρων
- Δυσκολία στην έναρξη της ούρησης
- Διακοπτόμενη ούρηση
- Απώλεια σταγόνων μετά το τέλος της ούρησης
- Επιτακτική ούρηση (όταν ο ασθενής δεν μπορεί να αναβάλλει την ούρησή του)
- Επίσχεση ούρων (όταν πλέον ο ασθενής δεν μπορεί να ουρήσει).
Για τη διάγνωση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη αρκεί, συνήθως, η λήψη ενός καλού ιστορικού, καθώς και η διενέργεια δακτυλικής εξέτασης του προστάτη από το ορθό. Πολλές φορές, ωστόσο, θα απαιτηθεί και μια σειρά άλλων εξετάσεων όπως: γενική εξέταση ούρων, PSA, υπερηχογράφημα ουροποιητικού, ουροροομέτρηση και, ενίοτε, ουροδυναμικός έλεγχος ή κυστεοσκόπηση.
Η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη στις μέρες μας αντιμετωπίζεται εύκολα και αποτελεσματικά. Μπορούμε να επιλέξουμε, ανάλογα με τα συμπτώματα και τον κλινικό-εργαστηριακό έλεγχο, ανάμεσα στην ενεργητική παρακολούθηση, στη φαρμακευτική θεραπεία και στη χειρουργική αντιμετώπιση.
-Ενεργητική παρακολούθηση. Προτείνεται, όταν η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη προκαλεί ήπια συμπτώματα χωρίς ιδιαίτερη επίδραση στην ποιότητα ζωής. Περιλαμβάνει τακτικές επισκέψεις στον ουρολόγο, συγκεκριμένο διαιτολόγιο, κυρίως όσον αφορά στα υγρά, καθώς και άλλες αλλαγές στον τρόπο ζωής.
-Φαρμακευτική αγωγή. Υπάρχουν οι εξής κατηγορίες φαρμάκων για την αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη: αποκλειστές των α-αδρενεργικών υποδοχέων (ταμσουλοσίνη, αλφουζοσίνη), αναστολείς της 5α αναγωγάσης (φιναστερίδη, ντουταστερίδη), αντιχολινεργικά (σολιφενακίνη, δαριφενακίνη, οξυβουτινίνη, φεσοτεροδίνη), αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 (σιλδεναφίλη, τανταλαφίλη, βαρδεναφίλη), καθώς και κάποια φυτικά σκευάσματα (Serenoa repens, Pygeum africanum).
-Χειρουργική αντιμετώπιση. Οι ενδείξεις για τη χρήση κάποιου τύπου επέμβασης για την αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη χωρίζονται σε απόλυτες και σε σχετικές.
Απόλυτες
1. υποτροπιάζουσα επίσχεση ούρων
2. υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις
3. υποτροπιάζουσα μακροσκοπική αιματουρία
4. νεφρική ανεπάρκεια λόγω της απόφραξης από την υπερπλασία του προστάτη
5. οι λίθοι της ουροδόχου κύστης
6. όταν η κύστη έχει υποστεί σοβαρού βαθμού μόνιμη βλάβη.
Σχετικές
1. μη βελτίωση συμπτωματολογίας παρά τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής
2. εκκολπώματα & δοκίδωση κύστης
3. αλλεργίες ή αντενδείξεις στη χρήση φαρμακευτικής θεραπείας
4. υπόλειμμα ούρων > 100-150ml.
Όταν αποφασίζεται, λοιπόν, η χειρουργική αντιμετώπιση στην καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, τότε μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην ανοικτή προστατεκτομή (συνήθως για μεγάλους προστάτες >100-120 gr) ή στη διουρηθρική προστατεκτομή. Τα τελευταία χρόνια η διουρηθρική προστατεκτομή γίνεται και με τη χρήση laser. Ιδιαίτερη μνεία, ωστόσο, θα πρέπει να γίνει στην τελευταία εξέλιξη στη χειρουργική αντιμετώπιση της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη, που είναι η TURIS προστατεκτομή, στην οποία χρησιμοποιείται φυσιολογικός ορός και χρήση διπολικής ενέργειας, καθιστώντας την επέμβαση ιδιαίτερα ασφαλή και αποτελεσματική.