Η προσβολή πανικού δεν συνιστά από μόνη της ψυχική διαταραχή και δεν συνεπάγεται αυτονόητα τη διάγνωση «Διαταραχή Πανικού», καθώς παρατηρείται και σε άλλες ψυχικές διαταραχές. Χρειάζεται όμως ιδιαίτερη προσοχή στη διαγνωστική προσέγγιση, καθώς πολλές φορές τα σωματικά συμπτώματα που αναφέρονται παραπάνω συγχέονται με εκείνα του εμφράγματος του μυοκαρδίου, της στηθάγχης ή της υπογλυκαιμίας. Είναι σύνηθες φαινόμενο ο ασθενής να επισκέπτεται καρδιολόγο (συχνά και σε τμήμα επειγόντων περιστατικών λόγω της αγωνιώδους αίσθησης ότι έχει πάθει έμφραγμα ) και, αφού οι σχετικές εξετάσεις βγουν αρνητικές, ο καρδιολόγος να τον παραπέμψει σε ειδικό της ψυχικής υγείας.
Η Διαταραχή Πανικούείναι μια αγχώδης διαταραχή, με αιφνίδιες και επαναλαμβανόμενες κρίσεις πανικού, αίσθηση ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες, αλλαγές στη συμπεριφορά (π.χ. αποφυγή σκέψεων, καταστάσεων, τόπων κ.τ.λ. που θυμίζουν ή συνδέονται με τις προηγούμενες κρίσεις), μόνιμο φόβο ότι θα πάθει «έμφραγμα» ή ότι θα «τρελαθεί» και δυσκολία στο να βρεθεί ανάμεσα σε πολύ κόσμο ή σε κλειστούς χώρους.
Πριν από την κρίση πανικού συνήθως έχει προηγηθεί περίοδος έντονου στρες, χωρίς όμως να αποκλείεται η εκδήλωσή της εν μέσω σχετικής ηρεμίας δίχως κάποιο στρεσσογόνο συμβάν. Στην αιτιοπαθογένεια της Διαταραχής Πανικού εμπλέκονται τόσο ψυχοκοινωνικοί και γνωσιακοί παράγοντες όσο και νευροβιολογικοί.
Επιδημιολογία – Συνοδές παθήσεις
Είναι μία από τις πλέον συχνές αγχώδεις διαταραχές, καθώς η συχνότητά της αυξάνεται διαρκώς. Οι γυναίκες πάσχουν πιο συχνά από τους άνδρες (η αναλογία κυμαίνεται από 2/1 έως 3/1). Η έναρξη τοποθετείται συνήθως στα τελευταία χρόνια της εφηβείας και στην αρχή της ενήλικης ζωής, χωρίς όμως να αποκλείεται και πιο όψιμη έναρξη.
Μπορεί να συνοδεύεται από αγοραφοβία, κατάθλιψη,κατάχρηση αλκοόλ και τοξικών ουσιών και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή.
Θεραπεία
Η έγκαιρη αντιμετώπιση των πρώτων κρίσεων πανικού είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι σημαντικό να καθησυχάσουμε τον πάσχοντα και να τον πείσουμε ότι τα συμπτώματά του μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Η θεραπεία της διαταραχής αυτής συνήθως συνίσταται σε συνδυασμό γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής (όπως εσιταλοπράμη, παροξετίνη κ.τ.λ.). Οι περισσότερες παρενέργειες των φαρμάκων αυτών είναι κατά κανόνα παροδικές (με συνηθέστερες: ναυτία, έμετος, γαστρική δυσφορία, εφίδρωση, κεφαλαλγία, σεξουαλική δυσλειτουργία, μείωση της όρεξης) και υποχωρούν μετά από διάστημα 2-4 εβδομάδων, οπότε και εμφανίζεται η έναρξη της θεραπευτικής τους δράσης.