Η εν λόγω φοβία χωρίζεται στη Γενική Κοινωνική Φοβία και στην Ειδική Κοινωνική Φοβία.
Η Γενική Κοινωνική Φοβία αφορά κυρίως στους ενήλικες ή τους εφήβους, προκύπτει μετά από κάποιo τραύμα (έντονο τραυματικό γεγονός) ή εξελίσσεται χωρίς να την πάρουμε είδηση από νεαρότερη ηλικία (εφηβική ηλικία για τους ενήλικες, παιδική ηλικία για τους εφήβους). Την ηπιότερη ή καλύτερα, την πιο συγκεκριμένη μορφή της φοβίας αυτής την συναντάμε με την ονομασία Ειδική Κοινωνική Φοβία.
Η Ειδική Κοινωνική Φοβία δίνει σημάδια ακόμα και από την παιδική ηλικία. Για παράδειγμα, στη νηπιακή ηλικία (4-6 ετών) ένα συνεσταλμένο νήπιο (σύνηθες στην ηλικία της προσχολικής περιόδου, μιας και τότε αποκτά το νήπιο την έννοια της αιδούς) που συνήθως αποφεύγει την παρεούλα, προτιμά να παίζει μόνο του, νιώθει ιδιαίτερα αμήχανα και άβολα παρουσία τρίτων (συνομηλίκων ή/και μεγαλύτερων ) και δεν βελτιώνεται η κοινωνικότητά του με την εξοικείωση στην ομάδα (χωρίς να βρίσκεται το παιδί στο φάσμα του αυτισμού), πιθανόν να είναι μία ένδειξη της κοινωνικής φοβίας.
Στην παιδική ηλικία (6-11 ετών, την φάση που συνήθως ονομάζουμε σχολική ηλικία), ένα παιδί μπορεί να αρχίσει να έχει σωματικά συμπτώματα, όπως πόνο στην κοιλιά, πονοκέφαλο, διασπαστικότητα, τρέμουλο, σφίξιμο στο στομάχι, εφίδρωση, ανεβασμένους παλμούς και άλλα όταν πρόκειται να εκτεθεί σε κοινό, να πει ένα ποίημα, να δώσει μία παράσταση ή ακόμα και να πει το μάθημα μέσα στην τάξη. Να τονιστεί ότι στην παιδική ηλικία (όπως και στην προσχολική) έχουμε στοιχεία μόνο από την ειδική κοινωνική φοβία.
Στην περίπτωση που υπάρχουν έντονα τα παραπάνω στοιχεία, πιθανόν η εφηβεία να λειτουργήσει ως εκλυτικός παράγοντας για την Γενική Κοινωνική Φοβία. Ενδεχομένως, ένα έντονα στρεσογόνο περιστατικό, επίσης να λειτουργήσει ως εκλυτικός παράγοντας σε μεγαλύτερη ηλικία.
Κάπως έτσι, ξεκινάει κανείς να εμφανίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της Γενικής Κοινωνικής Φοβίας, τα οποία συνήθως είναι έντονα, και μόνιμα. Εμποδίζουν τον άνθρωπο να λειτουργήσει στην καθημερινότητά του, εφόσον νιώθει μόνιμα εκτεθειμένος με έντονο στρες, το οποίο στρες νομίζει ότι οι άλλοι το καταλαβαίνουν, και όλο αυτό παράγει έναν συνεχή φαύλο κύκλο. Πιστεύει ότι όλοι οι άλλοι είναι πιο σωστοί και επαρκείς στην έκφραση της κοινωνικότητάς τους και αυτό λειτουργεί σαν τροχοπέδη στην κοινωνικοποίηση του. Φοβάται μόνιμα ότι θα παράξει λάθη τα οποία θα είναι τεράστια και φυσικά αντιληπτά από τους γύρω. Διακατέχεται συνέχεια από τον φόβο ότι θα γελοιοποιηθεί. Το άτομο με Γενική Κοινωνική Φοβία έχει έντονα σωματικά συμπτώματα και συνήθως οδηγείται στην αποφυγή κοινωνικών γεγονότων, δεν κάνει ομιλίες, δεν βγαίνει έξω αν δεν έχει κάποιον να νιώθει πολύ δικό του, αποφεύγει να στέκονται σε μία ουρά ή στο πλήθος και άλλα.
Η Ειδική Κοινωνική Φοβία, συνήθως στη μικρή ηλικία με τη βοήθεια των γονέων και των εκπαιδευτικών έχει καλή πρόγνωση. Στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή, μπορεί να είναι ο θεμέλιος λίθος, ώστε να κρατηθεί όλο το ψυχικό σύστημα του ατόμου, για αυτό και μόνο με καθαρό αίτημα του ίδιου του ατόμου προχωράμε σε συστηματική ψυχοθεραπεία.
Στην Γενική Κοινωνική Φοβία, το άτομο χρειάζεται ανακούφιση, η οποία έρχεται με την ψυχοθεραπεία. Η συστημική ψυχοθεραπεία, μπορεί να είναι βοηθητική ή ο συνδυασμός τους.